παρενοχλοῦν

παρενοχλοῦν
παρενοχλέω
cause
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • Μπράσκας, Ιωάννης — Αγωνιστής της Επανάστασης, που καταγόταν από το Σοβυλάκο. Τον Μάιο του 1821, οι Γιολδασαίοι και οι συγχωριανοί του, με επικεφαλής τον Μ., επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων του Καρπενησίου, που αριθμούσαν περίπου 70 οικογένειες, και τους ανάγκασαν… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • παρενοχλώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. παρεμποδίζω κάποιον όχι φορτικά στην εργασία του: Τα μικρά παιδιά παρενοχλούν τους μεγάλους στο σπίτι. 2. διαταράζω την ησυχία: Το πλαϊνό εργαστήρι μας παρενοχλεί τα μεσημέρια. 3. για το στρατό, δεν αφήνω τον εχθρό να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”